- πολυκτόνος
- πολυ-κτόνος, ον, ([etym.] κτείνω)A murderous, A.Ag.461,734(both lyr.);
δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον E.Hel.198
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον E.Hel.198
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυκτόνος — murderous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτόνος — ον, Α αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω, φονεύω»), πρβλ. πρωτο κτόνος] … Dictionary of Greek
πολυκτόνον — πολυκτόνος murderous masc/fem acc sg πολυκτόνος murderous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτόνου — πολυκτόνος murderous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκτόνων — πολυκτόνος murderous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek